- προικοδότης
- ο, ΝΜαυτός που δίνει προίκα, αυτός που προικοδοτεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προικοδόται — προικοδότης masc nom/voc pl προικοδότᾱͅ , προικοδότης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδνωτής — ἑδνωτής και ἐεδνωτής, ο (Α) προικοδότης, πεθερός, συγγενής … Dictionary of Greek
προικοδοσία — η, Ν η προικοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προικοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
προικοδοτώ — προικοδοτῶ, έω, ΝΜ [προικοδότης] δίνω προίκα, προικίζω νεοελλ. παραχωρώ μόνιμο εισόδημα σε κοινότητα ή κοινωφελές ίδρυμα … Dictionary of Greek
προικολήπτης — ο αυτός που παίρνει προίκα (αντίθ. προικοδότης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)